- νους
- ογεν. νου (χωρίς πληθ.)1. νόηση, διάνοια, διανόηση: Με το νου και με τη γνώση βρήκαν το Θεό καμπόσοι (παροιμ.).2. πνεύμα, σε αντίθεση με την ύλη: Νους ορά και νους ακούει.3. άνθρωπος βαθυστόχαστος, διανοητικός: Μέγας νους ο Σωκράτης.4. τρόπος σκέψης: Κοινός επιστημονικός νους.5. σύνεση, φρόνηση: Οι παρέες σού πήρανε το νου.6. σκέψη, λογισμός: Έδιν' ο παπάς του γιου του, μα ύστερα 'χασε το νου του (παροιμ.). – Μισός νους, διπλός ο κόπος (παροιμ.).7. νόημα, σημασία: Ποιος είναι ο νους τουμύθου;8. φρ., «Έχω κατά νου», σκοπεύω· «Έχω το νου μου», προσέχω· «Βάζω με το νου», σκέφτομαι· «Να έχουμε το νου μας», να είμαστε προσεχτικοί· «Χάνω το νου μου», σαστίζω, τα χάνω, κ.ά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.